Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία: Έρευνα, Εφαρμογή & Αποτελεσματικότητα
Η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία – Cognitive Behavioral Therapy (CBT) είναι μια μορφή ψυχολογικής θεραπείας που έχει αποδειχθεί αποτελεσματική σε ένα μεγάλο εύρος ψυχολογικών προβλημάτων.
Το εύρος που η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία εφαρμόζεται περιλαμβάνει την κατάθλιψη, τις διαταραχές άγχους (π.χ. διαταραχή πανικού, διαταραχή κοινωνικού άγχους, ειδικές φοβίες), τις διαταραχές πρόσληψης τροφής (π.χ. ψυχογενής βουλιμία), τις διαταραχές του ψυχαναγκαστικού φάσματος (ψυχαναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή, διαταραχή σωματικής δυσμορφίας κ.α.), προβλήματα θυμού, διαταραχές προσωπικότητας κ.α.
Πολυάριθμες ερευνητικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (CBT) οδηγεί σε σημαντική βελτίωση στη λειτουργικότητα και την ποιότητα ζωής των θεραπευόμενων. Επίσης, σε πολλές μελέτες η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (CBT) έχει φανεί ότι είναι το ίδιο αποτελεσματική, ή περισσότερο αποτελεσματική, από άλλες μορφές ψυχολογικής θεραπείας ή φαρμακοθεραπείας.
Η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία θεωρείται θεραπεία πρώτης γραμμής επειδή:
(1) Είναι η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που έχει μελετηθεί επιστημονικά περισσότερο συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση.
(2) Καμία άλλη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση δεν έχει αποδειχθεί να είναι συστηματικά ανώτερη από τη Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (CBT) .
(3) Τα θεωρητικά μοντέλα και οι μηχανισμοί αλλαγής της Γνωστικής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας έχουν μελετηθεί σε σημαντικό βαθμό και συνάδουν με τα σύγχρονα πρότυπα του ανθρώπινου μυαλού και της ανθρώπινης συμπεριφοράς (π.χ. επεξεργασία πληροφοριών).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι εξελίξεις και η πρόοδος της συγκεκριμένης ψυχοθεραπείας έχουν επέλθει μέσω επιστημονικής έρευνας και κλινικής εφαρμογής. Η θεωρία στην οποία βασίζεται η ανάπτυξη της Γνωστικής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας έχει αποδειχθεί ερευνητικά, ώστε οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται να διαμορφώνουν πραγματικά θεραπευτικές αλλαγές.
David, Cristea, & Hofmann, S. G. (2018).
Η Ιστορική Αναδρομή της Γνωστικής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας (CBT)
Η ιστορική αναδρομή της θεραπείας ξεκινάει από τις απαρχές της ίδιας της επιστήμης της ψυχολογίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα, το κύμα του συμπεριφορισμού έθεσε τα πρώτα θεμέλια για αυτό που σήμερα ονομάζουμε Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία.
Ο συμπεριφορισμός είναι η θεωρία που προτείνει ότι όλες οι συμπεριφορές είναι αποτέλεσμα μάθησης. Η μάθηση αυτή λαμβάνει χώρα όταν οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Η συνεισφορά σπουδαίων συμπεριφοριστών όπως o John Watson (θεμελιωτής της θεωρίας της Συμπεριφοράς), o Ivan Pavlov (κλασική εξαρτημένη μάθηση) και ο B. F. Skinner (συντελεστική εξαρτημένη μάθηση) υπήρξε καθοριστικής σημασίας.
Τη δεκαετία του 1950 ο Άλμπερτ Έλις εισήγαγε τη Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία. Ο στόχος του ήταν να βοηθήσει τους θεραπευόμενους να αναγνωρίσουν τις παράλογες σκέψεις τους. Μέσω αυτής της λογικής, ενθάρρυνε τους θεραπευόμενους να αμφισβητήσουν αυτές τις σκέψεις και να υιοθετήσουν πιο «λογικές» σκέψεις. Αυτή η θεραπεία επιχειρούσε να δώσει μια περισσότερο λογική εικόνα του κόσμου στους θεραπευόμενους και της θέσης τους σε αυτόν.
Η αρχή της Γνωστικής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας έγινε τη δεκαετία του 1960 από τον Άαρον Μπεκ στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Ο Δρ Μπεκ σχεδίασε ορισμένα πειράματα για να ελέγξει ορισμένες ψυχαναλυτικές θεωρίες και ήρθε αντιμέτωπος με ορισμένα εκπληκτικά αποτελέσματα. Αυτό που βρήκε ήταν ότι σε ένα δείγμα ατόμων με κατάθλιψη, υπήρχαν σταθερά και επίμονα ρεύματα αρνητικών σκέψεων που εμφανίζονταν από το πουθενά.
Ο Δρ Μπεκ κατηγοριοποίησε τις αυτόματες αρνητικές σκέψεις και τις διαχώρισε σε αρνητικές ιδέες και αντιλήψεις σχετικά με τον εαυτό μας, τον κόσμο, το παρελθόν και το μέλλον. Βασιζόμενοι σε αυτήν την παρατήρηση οι θεραπευτές που εφαρμόζουν τη Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία βοηθούν τους θεραπευόμενους να αξιολογήσουν τις αυτόματες αρνητικές σκέψεις τους και να εξετάσουν το ενδεχόμενο να βρούνε εναλλακτικές, περισσότερο ρεαλιστικές για να τις αντικαταστήσουν.
Το βασικό Μοντέλο της Γνωστικής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας
Η αποτελεσματικότητα της ΓΣΨ έχει μελετηθεί και αποδειχθεί σε πολλές μετα-αναλύσεις (Butler, Chapman, Forman, & Beck, 2006). Από τα πρώτα βήματα της έχει εξελιχθεί με συγκεκριμένα μοντέλα και πρωτόκολλα για μια σειρά ψυχικών διαταραχών. Ποια ήταν αυτά τα πρώτα βήματα όμως;
Το βασικό μοντέλο της ΓΣΨ αναδεικνύει τη συσχέτιση που υπάρχει μεταξύ των (αυτόματων) σκέψεων, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς μας στα διάφορα ερεθίσματα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά.
Ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τα διάφορα ερεθίσματα επηρεάζει το πώς αισθανόμαστε και το πώς συμπεριφερόμαστε. Γι’ αυτό το λόγο, διαφορετικοί ανθρωποι στις ίδιες καταστάσεις και υπό τις ίδιες συνθήκες δεν έχουν τα ίδια ακριβώς συναισθήματα και συμπεριφορές – η αντίληψη του καθενός από εμάς διαφέρει, οι αυτόματες σκέψεις ποικίλουν σε περιεχόμενο ή/και ένταση και άρα η απόκριση μας στα ερεθίσματα μπορεί να διαφέρει σημαντικά.
Η σκέψη μας επομένως δύναται να επηρεάσει και να συσχετίζεται με το συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Μόνο που αυτό δεν αποτελεί μονόδρομο. Μπορούμε να δούμε τη συσχέτιση αυτή με κάθε πιθανό συνδυασμό αφού μια συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει και να πυροδοτήσει σκέψεις και συναισθήματα, ενώ το ίδιο μπορεί να συμβεί με ένα συναίσθημα.
Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε ενήμεροι περισσότερο για το συναίσθημα που βιώνουμε παρά για τις ενδεχόμενες σκέψεις που έχουν προηγηθεί αυτού.
Αυτό προσδίδει επιπλέον αξία στη λειτουργία των αυτόματων σκέψεων. Όσο είμαστε σε θέση να προσέχουμε και να αξιοποιούμε περισσότερο ρεαλιστικές και λειτουργικές σκέψεις, τόσο το συναίσθημα μας γίνεται με τη σειρά του πιο προσαρμοστικό, λειτουργικό και ρεαλιστικό.
Στην παραπάνω διαδικασία και μέσω της θεραπείας μαθαίνουμε να αξιολογούμε τις αυτόματες σκέψεις μας με γνώμονα την εγκυρότητα και τη χρησιμότητα τους. Σημαντική παράμετρος εδώ αποτελεί η επισήμανση ότι μια σκέψη μπορεί μεν να είναι έγκυρη, αλλά όχι βοηθητική. Η αναγνώριση και η μετέπειτα αγνόηση αυτών των σκέψεων είναι, για παράδειγμα, μια εξαιρετικά χρήσιμη τεχνική που μπορεί να προσφέρει συναισθηματική ανακούφιση και λειτουργικότητα.
Μέσα από την αναγνώριση των αυτόματων αρνητικών σκέψεων και των περισσότερο παγιωμένων πεποιθήσεων, θεραπευτής και θεραπευόμεν@ μπορούν να εφαρμόσουν τη Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία και την πληθώρα των τεχνικών που έχουν στη διάθεση τους με στόχο – μεταξύ άλλων – έναν πιο ρεαλιστικό και λειτουργικό τρόπο σκέψης.
Όχι ένα θετικό, ούτε ωραιοποιημένο αλλά ρεαλιστικό.
References
BECK A. T. (1963). THINKING AND DEPRESSION. I. IDIOSYNCRATIC CONTENT AND COGNITIVE DISTORTIONS. Archives of general psychiatry, 9, 324–333. https://doi.org/10.1001/archpsyc.1963.01720160014002
Beck, J. S. (2011). Cognitive behavior therapy: Basics and beyond (2nd ed.). Guilford Press.
Butler, A. C., Chapman, J. E., Forman, E. M., & Beck, A. T. (2006). The empirical status of cognitive-behavioral therapy: a review of meta-analyses. Clinical psychology review, 26(1), 17–31. https://doi.org/10.1016/j.cpr.2005.07.003
David, D., Cristea, I., & Hofmann, S. G. (2018). Why Cognitive Behavioral Therapy Is the Current Gold Standard of Psychotherapy. Frontiers in psychiatry, 9, 4. https://doi.org/10.3389/fpsyt.2018.00004