Ένας βασικός διαχωρισμός στη συζήτηση σχετικά με τα συναισθήματα είναι η διάκριση μεταξύ ευχάριστων και δυσάρεστων συναισθημάτων, όχι θετικών ή αρνητικών.
Τα συναισθήματα αποτελούν πληροφορίες και τίποτα περισσότερο. Τις περισσότερες φορές ορισμένα από αυτά μπορεί να τα βιώνουμε δυσάρεστα και να μας ενοχλούν όπως η θλίψη, η απογοήτευση ή ο θυμός. Ωστόσο, όλα τα συναισθήματα είναι χρήσιμα, μας παρέχουν πληροφορίες και μας προετοιμάζουν για την κατάσταση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Είμαστε πολύ πιο ενήμεροι για το συναίσθημα και όχι για τους λόγους που αυτό ήρθε ή υπάρχει. Τα συναισθήματα, όμως, συχνά αποτελούν προϊόν σκέψης.
Ένα από τα συχνότερα συναισθήματα που οι άνθρωποι βιώνουμε έντονα και δυσάρεστα, ενώ παράλληλα είμαστε και ενήμεροι για αυτό, είναι το άγχος. Το άγχος μπορεί να είναι δυσάρεστο ναι, αλλά ίσως αποτελεί ένα από τα πιο χρήσιμα συναισθήματα που βιώνουμε. Συγκεκριμένα, το άγχος λειτουργεί ακριβώς όπως ένας συναγερμός – είναι ο συναγερμός του οργανισμού μας. Ενεργοποιείται κάθε φορά που εκλαμβάνουμε κάτι ως απειλητικό ή/και σημαντικό για εμάς και μας προετοιμάζει να δράσουμε. Ακόμα και οι σωματικές αισθήσεις που συνοδεύουν το άγχος (π.χ. ταχυκαρδία, λαχάνιασμα, εφίδρωση) έχουν βιολογικά και εξελικτικά αναπτυχθεί για να συνδράμουν στην κινητοποίηση του οργανισμού.
Το συναίσθημα του άγχους γίνεται δυσλειτουργικό, όχι όταν το βιώνουμε ακόμη και σε υψηλή ένταση, αλλά όταν η ένταση παραμένει υψηλή για μεγάλο χρονικό διάστημα και μας οδηγεί να δυσλειτουργούμε σε αρκετούς τομείς της ζωής μας με αποτέλεσμα να υπάρχει έκπτωση σε αυτούς.
Σε αυτές τις περιπτώσεις και με τη βοήθεια ενός ειδικού μπορούμε να ορίσουμε πιο συγκεκριμένα τα ερεθίσματα που το πυροδοτούν, τις καταστάσεις που αυτό τείνει να επανεμφανίζεται και μέσα από τη δική μας προσωπική εμπειρία να το κατηγοριοποιήσουμε. Επομένως, μπορούμε συχνά να καταλήξουμε σε διαγνώσεις ή στοιχεία διαγνώσεων, όπως τα παρακάτω:
2) Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους ή Κοινωνική Φοβία
3) Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους
5) Αγοραφοβία
6) Ψυχαναγκαστική Καταναγκαστική Διαταραχή – OCD
Η λύπη ή η θλίψη από την άλλη μας δείχνει τι είναι σημαντικό για εμάς, τι θεωρούμε ότι αξίζει στην ζωή μας. Επίσης, μας κάνει λιγότερο επιφανειακούς – μπορούμε και αντιδρούμε με τον τρόπο που αρμόζει στις καταστάσεις που η θλίψη είναι απαραίτητη.
Η ενοχή ή οι τύψεις λειτουγούν σε μεγάλο βαθμό στο κοινωνικό και διαπροσωπικό μας πλαίσιο. Αυτά τα δύο συναισθήματα σχετίζονται με την ενσυναίσθηση, τη δεξιότητα δηλαδή να μπορούμε να μπαίνουμε συναισθηματικά στη θέση των άλλων, να μπορούμε να προβλέπουμε τις συναισθηματικές επιπτώσεις των όσων λέμε ή κάνουμε. Χρησιμοποιούμε αυτή τη δεξιότητα για να λειτουργούμε κοινωνικά, να βελτιώνουμε τις κοινωνικές μας δεξιότητες και σχέσεις.
Διαχείριση Δυσάρεστων Συναισθημάτων
Τα συναισθήματα, κυρίως τα δυσάρεστα, είναι αυτά που πολλές φορές φέρνουν τους ανθρώπους στη θεραπεία. Έρχονται θέλοντας να απαλλαγούν από αυτά ή να τα μειώσουν, κάτι το οποίο μάλλον είναι ανέφικτο. Τα συναισθήματα – ευχάριστα ή δυσάρεστα – είναι προνόμιο των ζωντανών ανθρώπων και θα ήταν απίθανο να μπορέσουμε να τα αφαιρέσουμε από την καθημερινότητα μας.
Η διαχείριση των συναισθημάτων όμως είναι μια διαδικασία η οποία μπορεί να ωφελήσει πολλούς από εμάς, όταν αυτά μας οδηγούν να δυσλειτουργούμε σε τομείς της ζωής μας όπως η εργασία ή η κοινωνική ζωή. Η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία έχει ως πρωτεύοντα στόχο τη μείωση της δυσφορίας των θεραπευόμενων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα στο παρόν, δοκιμάζοντας και ελέγχοντας την αντίληψή μας και τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και επεξεργαζόμαστε τα ερεθίσματα της καθημερινότητας.
Η σημασία των (αυτόματων και αρνητικών) σκέψεων είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαχείριση των συναισθημάτων μας. Όπως αναφέρεται, άλλωστε, και στην αρχή του άρθρου τα συναισθήματα αποτελούν σε σημαντικό βαθμό προϊόν σκέψης και αντίληψης.
Επομένως, η διαχείριση των συναισθημάτων στη θεραπεία γίνεται μέσω της αξιολόγησης των σκέψεων κυρίως μέσα από δύο βασικούς άξονες – την εγκυρότητα και τη χρησιμότητα τους. Για παράδειγμα, μπορεί ορισμένες (αυτόματες) σκέψεις μας να περιέχουν μεγάλο βαθμό εγκυρότητας (π.χ. “Μπορεί να αποτύχω στη συνέντευξη”). Μια τέτοια σκέψη περιγράφει ένα πιθανό σενάριο ναι, αλλά πόσο χρήσιμο είναι να το σκεφτόμαστε αυτό; Μας βοηθάει να είμαστε πιο προετοιμασμένοι για τη συνέντευξη ή αυξάνει κάπως τις πιθανότητες να τα πάμε καλύτερα; Αντίθετα, ούτε η σκέψη “Θα τα πάω τέλεια, θα πάρουν σίγουρα εμένα γιατί είμαι ο/η καλύτερος/η” είναι βοηθητική.
Μπορούμε να μάθουμε να αξιολογούμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις με ένα περισσότερο ρεαλιστικό φίλτρο – όχι θετικό ή ωραιοποιημένο, αλλά ρεαλιστικό.
References
Baker, R., Owens, M., Thomas, S., Whittlesea, A., Abbey, G., Gower, P., Thomas, P. (2012). Does CBT Facilitate Emotional Processing? Behavioural and Cognitive Psychotherapy, 40(1), 19-37. doi:10.1017/S1352465810000895
Samoilov, A., & Goldfried, M. R. (2000). Role of emotion in cognitive-behavior therapy. Clinical Psychology: Science and Practice, 7(4), 373–385. https://doi.org/10.1093/clipsy.7.4.373